- εὐπαθητικός
- εὐπαθ-ητικός, ή, όν,A easily contracted,
νόσηματα Cat.Cod.Astr.8(4).174
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νόσηματα Cat.Cod.Astr.8(4).174
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευπαθητικός — εὐπαθητικός, ή, όν (Α) [ευπάθητος] (για νοσήματα) αυτός που μεταδίδεται εύκολα, ο ευμετάδοτος, ο μεταδοτικός … Dictionary of Greek